εφτακοσάρα

εφτακοσάρα
η [εφτακόσιοι]
1. ποσό επτακοσίων μονάδων
2. μηχανή οχήματος (και ειδικά μοτοσυκλέτας) επτακοσίων κυβικών
3. φιάλη που χωρεί επτακόσια γραμμάρια (παλαιότερα: δράμια) υγρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”